🇬🇧 en el 🇬🇷
heart attack noun |
|
---|---|
|
έμφραγμα, έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή προσβολή |
Wiktionary Links
- English: heart attack
heart attack noun |
|
---|---|
|
έμφραγμα, έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή προσβολή |